καίρι'

καίρι'
καίρια , καίριος
in
neut nom/voc/acc pl
καίρια , καίριος
in
neut nom/voc/acc pl
καίριε , καίριος
in
masc voc sg
καίριε , καίριος
in
masc/fem voc sg
καίριαι , καίριος
in
fem nom/voc pl
καίριαι , καιρία
tape
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άγριος — Εκείνος που ζει στα χωράφια και γενικά σε απομονωμένες περιοχές, ο απολίτιστος, αυτός που δεν έχει εξημερωθεί. Ο χαρακτηρισμός ά. συνηθίζεται κυρίως προκειμένου να επισημανθούν οι κάτοικοι ορισμένων περιοχών της Αφρικής και της Πολυνησίας, που… …   Dictionary of Greek

  • αγριόκαιρος — ο και καίρι, το άγριος, θυελλώδης καιρός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”